- αὐτοφόνου
- αὐτόφονοςmasc/fem/neut gen sgαὐτοφόνοςmurdering one's kinmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αὐτοφόνου — Αὐτόφονος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυφόντης — Όνομα 3 μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αυτόφονου, ήρωας των Θηβαίων. Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδαότι σκοτώθηκε από τον Τυδέα όταν, μαζί με το Μαίονα και άλλους 50 Θηβαίους, προσπάθησαν να σκοτώσουν τον Τυδέα σε ενέδρα. 2. Ηνίοχος του βασιλιά… … Dictionary of Greek